εβδομηκονταετής

εβδομηκονταετής
ης, ες семидесятилетний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εβδομηκονταετής" в других словарях:

  • εβδομηκονταετής — ές (AM ἑβδομηκονταετής, ές) 1. αυτός που έχει διάρκεια εβδομήντα χρόνων 2. αυτός που έχει ηλικία εβδομήντα χρόνων, εβδομηκοντούτης* …   Dictionary of Greek

  • υπερεβδομηκονταέτης — ὁ, Α ο ηλικίας πάνω από εβδομήντα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἑβδομηκονταετής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»